Definify.com
Definition 2024
της_προκοπής
της προκοπής
Greek
Phrase
της προκοπής • (tis prokopís)
- decent, nice, becoming (literally: of progress, of success)
- Βάλε σε παρακαλώ ένα ρούχο της προκοπής. ― Vále se parakaló éna roúcho tis prokopís. ― Please put on some decent clothes.
- Επιτέλους βρήκα έναν άνθρωπο της προκοπής εδώ μέσα! ― Epitélous vríka énan ánthropo tis prokopís edó mésa! ― I finally found a decent person in here!
- Ο δάσκαλος της κόρης μου δεν είναι καθόλου της προκοπής. ― O dáskalos tis kóris mou den eínai kathólou tis prokopís. ― My daughter's teacher is no good at all.
Synonyms
- (decent): ευπρεπής (efprepís)