Definify.com
Definition 2024
τιμολόγιο
τιμολόγιο
Greek
Noun
τιμολόγιο • (timológio) n (plural τιμολόγια)
Declension
declension of τιμολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τιμολόγιο | τιμολόγια |
genitive | τιμολογίου | τιμολογίων |
accusative | τιμολόγιο | τιμολόγια |
vocative | τιμολόγιο | τιμολόγια |
Related terms
- τιμή f (timí, “price”)
Synonyms
- λογαριασμός m (logariasmós)