Definify.com
Definition 2024
τοκιστής
τοκιστής
Greek
Noun
τοκιστής • (tokistís) m (plural τοκιστές)
Declension
declension of τοκιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοκιστής | τοκιστές |
genitive | τοκιστή | τοκιστών |
accusative | τοκιστή | τοκιστές |
vocative | τοκιστή | τοκιστές |
Synonyms
- τοκογλύφος m (tokoglýfos, “loan shark”)
Related terms
- τόκος m (tókos, “interest”)