Definify.com
Definition 2024
τονισμός
τονισμός
Greek
Noun
τονισμός • (tonismós) m (plural τονισμοί)
- accentuation, stress (when speaking)
- η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
- the importance of stress and intonation
- η σημασία του τονισμού και του επιτονισμού
Declension
declension of τονισμός