Definify.com
Definition 2024
τοξότρια
τοξότρια
Greek
Noun
τοξότρια • (toxótria) f (plural τοξότες, masculine τοξότης)
Declension
declension of τοξότρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοξότρια | τοξότριες |
genitive | τοξότριας | τοξοτριών |
accusative | τοξότρια | τοξότριες |
vocative | τοξότρια | τοξότριες |
Related terms
- see: τόξο n (tóxo, “bow”)