Definify.com
Definition 2024
τοποθεσία
τοποθεσία
Greek
Noun
τοποθεσία • (topothesía) f (plural τοποθεσίες)
Declension
declension of τοποθεσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοποθεσία | τοποθεσίες |
genitive | τοποθεσίας | τοποθεσιών |
accusative | τοποθεσία | τοποθεσίες |
vocative | τοποθεσία | τοποθεσίες |
Related terms
- τοποθετώ (topothetó, “to place”)