Definify.com

Definition 2024


τορέω

τορέω

Ancient Greek

Verb

τορέω (toréō)

  1. I bore, I pierce
  2. I proclaim in shrill, piercing tones
  3. I work, I shape

Derived terms

  • τορευτικός (toreutikós)
  • τορευτής (toreutḗs)
  • τορευτός (toreutós)
  • τορεύω (toreúō)
  • τορητός (torētós)
  • τόρος (tóros)
  • τορός (torós)

References