Definify.com
Definition 2024
τουρίστρια
τουρίστρια
Greek
Noun
τουρίστρια • (tourístria) f (plural τουρίστριες, masculine τουρίστας)
- tourist (female)
Declension
declension of τουρίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τουρίστρια | τουρίστριες |
genitive | τουρίστριας | τουριστριών |
accusative | τουρίστρια | τουρίστριες |
vocative | τουρίστρια | τουρίστριες |
Related terms
- see: τουρισμός m (tourismós, “tourism”)