Definify.com

Definition 2024


τουρσί

τουρσί

Greek

Noun

τουρσί (toursí) n (plural τουρσιά)

  1. pickle
    Έχω μια συνταγή για το λεμόνι τουρσί.Écho mia syntagí gia to lemóni toursí. ― I have a recipe for lemon pickle.

Declension