Definify.com

Definition 2024


του_κώλου

του κώλου

Greek

Phrase

του κώλου (tou kólou)

  1. Used other than as an idiom: see του (tou), κώλου (kólou).
    Γιατί μου έστειλες μια φωτογραφία του κώλου σου;Giatí mou ésteiles mia fotografía tou kólou sou? ― Why did you send me a picture of your arse?
  2. (colloquial, derogatory) worthless, awful, crappy, **** (literally: of the arse)
    Πέταξε αυτά τα βιβλία του κώλου αυτού του άθλιου συγγραφέα!Pétaxe aftá ta vivlía tou kólou aftoú tou áthliou syngraféa! ― Throw those crappy books by that wretched author out!
    Έβαλα τελικά για απόσυρση αυτό τ' αμάξι του κώλου.Évala teliká gia apósyrsi aftó t' amáxi tou kólou. ― I finally scrapped that worthless car.

Synonyms

  • (worthless, awful): άχρηστος (áchristos), για πέταμα (gia pétama)