Definify.com

Definition 2024


τραπεζομάντιλο

τραπεζομάντιλο

Greek

Noun

τραπεζομάντιλο (trapezomántilo) n (plural τραπεζομάντιλα)

  1. Alternative form of τραπεζομάντηλο (trapezomántilo)

Declension