Definify.com
Definition 2024
τρελοκομεία
τρελοκομεία
Greek
Noun
τρελοκομεία • (trelokomeía) n
- Nominative plural form of τρελοκομείο (trelokomeío).
- Accusative plural form of τρελοκομείο (trelokomeío).
- Vocative plural form of τρελοκομείο (trelokomeío).