Definify.com
Definition 2025
τρελοκομεία
τρελοκομεία
Greek
Noun
τρελοκομεία • (trelokomeía) n
- Nominative plural form of τρελοκομείο (trelokomeío).
- Accusative plural form of τρελοκομείο (trelokomeío).
- Vocative plural form of τρελοκομείο (trelokomeío).