Definify.com
Definition 2024
τριζόνι
τριζόνι
Greek
Noun
τριζόνι • (trizóni) n (plural τριζόνια)
- cricket (insect)
- Giorgos Seferis Τριζόνια (crickets - poem):
- Το σπίτι γέμισε τριζόνια
- χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
- λαχανιασμένα. …
- The house was filled with crickets
- ticking like rhythmless clocks
- panting. …
- Giorgos Seferis Τριζόνια (crickets - poem):
Declension
declension of τριζόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τριζόνι | τριζόνια |
genitive | τριζονίου | τριζονίων |
accusative | τριζόνι | τριζόνια |
vocative | τριζόνι | τριζόνια |
Synonyms
- γρύλος m (grýlos)
External links
- Γρύλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el