Definify.com

Definition 2024


τριζόνι

τριζόνι

Greek

Noun

τριζόνι (trizóni) n (plural τριζόνια)

  1. cricket (insect)
    • Giorgos Seferis Τριζόνια (crickets - poem):
      Το σπίτι γέμισε τριζόνια
      χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
      λαχανιασμένα. …
      The house was filled with crickets
      ticking like rhythmless clocks
      panting. …

Declension

Synonyms

External links