Definify.com
Definition 2024
τρισεκατομμύριο
τρισεκατομμύριο
Greek
Noun
τρισεκατομμύριο • (trisekatommýrio) n (plural τρισεκατομμύριο)
Declension
declension of τρισεκατομμύριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρισεκατομμύριο | τρισεκατομμύρια |
genitive | τρισεκατομμύριου / τρισεκατομμυρίου | τρισεκατομμύριων / τρισεκατομμυρίων |
accusative | τρισεκατομμύριο | τρισεκατομμύρια |
vocative | τρισεκατομμύριο | τρισεκατομμύρια |
Coordinate terms
- see: Greek number and measurement