Definify.com

Definition 2024


τριφύλλι

τριφύλλι

Greek

Noun

τριφύλλι (trifýlli) n (plural τριφύλλια)

  1. (botany) clover, trefoil, shamrock (plant in genus Trifolium)
    • 1974, Manos Eleftheriou/Yannis Markopoulos, Μαλαματένια Λόγια:
      τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
      σου μάθαινε το αύριο και το χθες.
      The schoolbook on top of the clover
      Taught you about tomorrow and yesterday.

Declension