Definify.com
Definition 2024
τρομοκράτισσα
τρομοκράτισσα
Greek
Noun
τρομοκράτισσα • (tromokrátissa) f (plural τρομοκράτισσες, masculine τρομοκράτης)
Declension
declension of τρομοκράτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρομοκράτισσα | τρομοκράτισσες |
genitive | τρομοκράτισσας | τρομοκρατισσών |
accusative | τρομοκράτισσα | τρομοκράτισσες |
vocative | τρομοκράτισσα | τρομοκράτισσες |
Related terms
- see: τρόμος m (trómos, “terror”)