Definify.com
Definition 2024
τρομπόνι
τρομπόνι
Greek
Noun
τρομπόνι • (trompóni) n (plural τρομπόνια)
- (music) trombone
- (firearm) blunderbuss
Declension
declension of τρομπόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρομπόνι | τρομπόνια |
genitive | τρομπονιού | τρομπονιών |
accusative | τρομπόνι | τρομπόνια |
vocative | τρομπόνι | τρομπόνια |
External links
- (trombone): τρομπόνι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el