Definify.com
Definition 2024
τροχοειδής
τροχοειδής
Ancient Greek
Adjective
τροχοειδής • (trokhoeidḗs) m, f (neuter τροχοειδές); third declension
Inflection
Third declension of τροχοειδής, τροχοειδές
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||
Nominative | τροχοειδής | τροχοειδές | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖς | τροχοειδῆ | ||||||
Genitive | τροχοειδοῦς | τροχοειδοῦς | τροχοειδοῖν | τροχοειδοῖν | τροχοειδῶν | τροχοειδῶν | ||||||
Dative | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖ | τροχοειδοῖν | τροχοειδοῖν | τροχοειδέσι(ν) | τροχοειδέσι(ν) | ||||||
Accusative | τροχοειδῆ | τροχοειδές | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖς | τροχοειδῆ | ||||||
Vocative | τροχοειδές | τροχοειδές | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖ | τροχοειδεῖς | τροχοειδῆ | ||||||
References
- τροχοειδής in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- τροχοειδής in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «τροχοειδής» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette