Definify.com
Definition 2024
τρωκτικό
τρωκτικό
Greek
Noun
τρωκτικό • (troktikó) n (plural τρωκτικά)
- rodent (mammal of the order Rodentia)
Declension
declension of τρωκτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρωκτικό | τρωκτικά |
genitive | τρωκτικού | τρωκτικών |
accusative | τρωκτικό | τρωκτικά |
vocative | τρωκτικό | τρωκτικά |
External links
- Τρωκτικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el