Definify.com

Definition 2024


τρόμπα

τρόμπα

Greek

Noun

τρόμπα (trómpa) f

  1. pump

Declension

Synonyms

  • αντλία (antlía)

Related terms

  • τρομπάρισμα (trompárisma)
  • τρομπάρω (trompáro)
  • τρόμπας (trómpas)