Definify.com

Definition 2024


τσιγκέλι

τσιγκέλι

Greek

Noun

τσιγκέλι (tsinkéli) n

  1. rod
  2. hook

Declension

Related terms

  • μου βγάζουν τα λόγια με το τσιγκέλι (mou vgázoun ta lógia me to tsinkéli)
  • τσιγκελωτός (tsinkelotós)
  • τσιγκελάκι (tsinkeláki)