Definify.com
Definition 2024
τυραννικός
τυραννικός
Greek
Adjective
τυραννικός • (tyrannikós) m (feminine τυραννική, neuter τυραννικό)
- tyrannical (of, or relating to tyranny)
Related terms
- see: τύραννος m (týrannos, “tyrant”)
τυραννικός • (tyrannikós) m (feminine τυραννική, neuter τυραννικό)