Definify.com
Definition 2024
υάκινθος
υάκινθος
Greek
Noun
υάκινθος • (yákinthos) m
Declension
declension of υάκινθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υάκινθος | υάκινθοι |
genitive | υάκινθου / υακίνθου | υάκινθων / υακίνθων |
accusative | υάκινθο | υάκινθους / υακίνθους |
vocative | υάκινθε | υάκινθοι |
Synonyms
- ζουμπούλι n (zoumpoúli)