Definify.com
Definition 2024
υαλοπώλης
υαλοπώλης
Greek
Noun
υαλοπώλης • (yalopólis) m (plural υαλοπώλες, feminine υαλοπώλισσα)
Declension
declension of υαλοπώλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υαλοπώλης | υαλοπώλες |
genitive | υαλοπώλη | υαλοπωλών |
accusative | υαλοπώλη | υαλοπώλες |
vocative | υαλοπώλη | υαλοπώλες |
Related terms
- see: ύαλος f (ýalos, “glass”)