Definify.com
Definition 2024
υδραγωγείο
υδραγωγείο
Greek
Noun
υδραγωγείο • (ydragogeío) n (plural υδραγωγεία)
Declension
declension of υδραγωγείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδραγωγείο | υδραγωγεία |
genitive | υδραγωγείου | υδραγωγείων |
accusative | υδραγωγείο | υδραγωγεία |
vocative | υδραγωγείο | υδραγωγεία |
External links
- υδραγωγείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el