Definify.com
Definition 2024
υδρολίσθηση
υδρολίσθηση
Greek
Noun
υδρολίσθηση • (ydrolísthisi) f (plural υδρολισθήσεις)
- (automotive) aquaplane, aquaplaning
Declension
declension of υδρολίσθηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδρολίσθηση | υδρολισθήσεις |
genitive | υδρολίσθησης / υδρολισθήσεως | υδρολισθήσεων |
accusative | υδρολίσθηση | υδρολισθήσεις |
vocative | υδρολίσθηση | υδρολισθήσεις |
Related terms
- υδρολισθητήρας m (ydrolisthitíras, “hydrofoil”)