Definify.com
Definition 2024
υδροπτέρυγο
υδροπτέρυγο
Greek
Noun
υδροπτέρυγο • (ydroptérygo) n (plural υδροπτέρυγα)
Declension
declension of υδροπτέρυγο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδροπτέρυγο | υδροπτέρυγα |
genitive | υδροπτερύγου | υδροπτερύγων |
accusative | υδροπτέρυγο | υδροπτέρυγα |
vocative | υδροπτέρυγο | υδροπτέρυγα |
Synonyms
- υδρολισθητήρας m (ydrolisthitíras) (rare)
- δελφίνι n (delfíni)
External links
- υδροπτέρυγο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el