Definify.com
Definition 2024
υλιστής
υλιστής
Greek
Noun
υλιστής • (ylistís) m (plural υλιστές, feminine υλίστρια)
Declension
declension of υλιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υλιστής | υλιστές |
genitive | υλιστή | υλιστών |
accusative | υλιστή | υλιστές |
vocative | υλιστή | υλιστές |
Related terms
- see: υλισμός m (ylismós, “materialism”)
Synonyms
- ματεριαλιστής m (materialistís)
- ματεριαλίστρια f (materialístria)