Definify.com

Definition 2024


υλοποίηση

υλοποίηση

Greek

Noun

υλοποίηση (ylopoíisi) f (plural υλοποιήσεις)

  1. implementation
    Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
    The plans are ready, but I will need money to implement them.

Declension