Definify.com
Definition 2024
υπακτικό
υπακτικό
Greek
Noun
υπακτικό • (ypaktikó) n (plural υπακτικό)
Declension
declension of υπακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπακτικό | υπακτικά |
genitive | υπακτικού | υπακτικών |
accusative | υπακτικό | υπακτικά |
vocative | υπακτικό | υπακτικά |
Synonyms
- καθαρτικό n (kathartikó)
Adjective
υπακτικό • (ypaktikó)
- Accusative masculine singular form of υπακτικός (ypaktikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of υπακτικός (ypaktikós).