Definify.com
Definition 2024
υπαρξιστής
υπαρξιστής
Greek
Noun
υπαρξιστής • (yparxistís) m (plural υπαρξιστές)
Declension
declension of υπαρξιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπαρξιστής | υπαρξιστές |
genitive | υπαρξιστή | υπαρξιστών |
accusative | υπαρξιστή | υπαρξιστές |
vocative | υπαρξιστή | υπαρξιστές |
Related terms
- see: υπαρξισμός m (yparxismós, “existentialism”)