Definify.com
Definition 2024
υπερήπειρος
υπερήπειρος
Greek
Noun
υπερήπειρος • (yperípeiros) f (plural υπερήπειροι)
- supercontinent
- Η Γη ήταν μία υπερήπειρο, η Παγγαία.
- The Earth used to be a supercontinent, Pangaea.
- Η Γη ήταν μία υπερήπειρο, η Παγγαία.
Declension
declension of υπερήπειρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερήπειρος | υπερήπειροι |
genitive | υπερηπείρου | υπερηπείρων |
accusative | υπερήπειρο | υπερηπείρους |
vocative | υπερήπειρε | υπερήπειροι |
External links
- Παγγαία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el