Definify.com

Definition 2024


υπερβατικά

υπερβατικά

Greek

Adjective

υπερβατικά (ypervatiká)

  1. Nominative neuter plural form of υπερβατικός (ypervatikós).
  2. Accusative neuter plural form of υπερβατικός (ypervatikós).
  3. Vocative neuter plural form of υπερβατικός (ypervatikós).