Definify.com
Definition 2024
υπερβολή
υπερβολή
See also: ὑπερβολή
Greek
Noun
υπερβολή • (ypervolí) f (plural υπερβολές)
- (mathematics, geometry) hyperbola (geometric curve)
- (linguistics) hyperbole (figure of speech)
Declension
declension of υπερβολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερβολή | υπερβολές |
genitive | υπερβολής | υπερβολών |
accusative | υπερβολή | υπερβολές |
vocative | υπερβολή | υπερβολές |
External links
- Υπερβολή (γεωμετρία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el