Definify.com

Definition 2024


υπερβολικά

υπερβολικά

Greek

Adverb

υπερβολικά (ypervoliká)

  1. excessively

Synonyms

Adjective

υπερβολικά (ypervoliká)

  1. Nominative, accusative and vocative neuter plural form of υπερβολικός (ypervolikós).