Definify.com
Definition 2024
υπερβολικά
υπερβολικά
Greek
Adverb
υπερβολικά • (ypervoliká)
Synonyms
- άγαν (ágan)
Adjective
υπερβολικά • (ypervoliká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of υπερβολικός (ypervolikós).
υπερβολικά • (ypervoliká)
υπερβολικά • (ypervoliká)