Definify.com
Definition 2024
υπεργολάβος
υπεργολάβος
Greek
Noun
υπεργολάβος • (ypergolávos) m, f (plural υπεργολάβοι)
Declension
declension of υπεργολάβος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπεργολάβος | υπεργολάβοι |
genitive | υπεργολάβου | υπεργολάβων |
accusative | υπεργολάβο | υπεργολάβους |
vocative | υπεργολάβε | υπεργολάβοι |
Related terms
- εργολάβος m, f (ergolávos, “contractor”)
Related terms
- ανάδοχος m, f (anádochos, “contractor”)