Definify.com
Definition 2024
υπερθετικό
υπερθετικό
Greek
Noun
υπερθετικό • (yperthetikó) n (plural yperthetikά)
Declension
declension of υπερθετικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερθετικό | υπερθετικά |
genitive | υπερθετικού | υπερθετικών |
accusative | υπερθετικό | υπερθετικά |
vocative | υπερθετικό | υπερθετικά |
Related terms
- σχετικό υπερθετικό n (schetikó yperthetikó, “relative superlative”)
See also
- συγκριτικός m (synkritikós, “comparative”)