Definify.com
Definition 2024
υπερικό
υπερικό
Greek
Noun
υπερικό • (yperikó) n (plural υπερικά)
- (botany) hypericum, St John's wort
Declension
declension of υπερικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερικό | υπερικά |
genitive | υπερικού | υπερικών |
accusative | υπερικό | υπερικά |
vocative | υπερικό | υπερικά |
Synonyms
- βάλσαμο n (válsamo)
External links
- υπερικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el