Definify.com
Definition 2024
υπεροπτικό
υπεροπτικό
Greek
Adjective
υπεροπτικό • (yperoptikó)
- Accusative masculine singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
- Nominative neuter singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
- Accusative neuter singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).
- Vocative neuter singular form of υπεροπτικός (yperoptikós).