Definify.com
Definition 2024
υπερτιμώ
υπερτιμώ
Greek
Alternative forms
- υπερτιμάω (ypertimáo)
Verb
υπερτιμώ • (ypertimó) (simple past υπερτίμησα, passive form υπερτιμώμαι)
See also
- υπερεκτιμό (yperektimó, “overestimate”)
υπερτιμώ • (ypertimó) (simple past υπερτίμησα, passive form υπερτιμώμαι)