Definify.com
Definition 2024
υπερφυσικό
υπερφυσικό
Greek
Noun
υπερφυσικό • (yperfysikó) n (plural υπερφυσικά)
- the supernatural (beings and events collectively)
Usage notes
The definite article is obligatory.
Declension
declension of υπερφυσικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερφυσικό | υπερφυσικά |
genitive | υπερφυσικού | υπερφυσικών |
accusative | υπερφυσικό | υπερφυσικά |
vocative | υπερφυσικό | υπερφυσικά |
Adjective
υπερφυσικό • (yperfysikó)
- Accusative masculine singular form of υπερφυσικός (yperfysikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of υπερφυσικός (yperfysikós).