Definify.com
Definition 2024
υπηρεσία
υπηρεσία
Greek
Noun
υπηρεσία • (ypiresía) f (plural υπηρεσίες)
- service
- τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα ― tis ypiresíes tou stin anthropótita ― services to humanity
- service (the army, police, etc)
- Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία ― Evropaïkí Astynomikí Ypiresía ― European Police Service (Europol)
- service (to the public)
- υπηρεσία υγείας ― ypiresía ygeías ― health service
- (colloquial, dated) service (as a housemaid)
Declension
declension of υπηρεσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπηρεσία | υπηρεσίες |
genitive | υπηρεσίας | υπηρεσιών |
accusative | υπηρεσία | υπηρεσίες |
vocative | υπηρεσία | υπηρεσίες |
Related terms
- υπηρετώ (ypiretó, “to serve”)
- υπηρέτης m (ypirétis, “servant”)
- υπηρέτρια f (ypirétria, “servant”)
- υπηρετικός (ypiretikós, “of service”)
- υπηρεσιακός (ypiresiakós, “departmental, of a public service”)
- εξυπηρετώ (exypiretó, “to serve, to be of service”)
- εξυπηρετικός (exypiretikós, “helpful, obliging”)