Definify.com
Definition 2024
υποδεκάμετρο
υποδεκάμετρο
Greek
Noun
υποδεκάμετρο • (ypodekámetro) n (plural υποδεκάμετρα)
- (metrology) decimetre (10 cm)
- (technology) rule, ruler (straightedge for measuring and drawing, usually about 20cm long)
Declension
declension of υποδεκάμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποδεκάμετρο | υποδεκάμετρα |
genitive | υποδεκάμετρου | υποδεκάμετρων |
accusative | υποδεκάμετρο | υποδεκάμετρα |
vocative | υποδεκάμετρο | υποδεκάμετρα |