Definify.com
Definition 2024
υποδομή
υποδομή
Greek
Noun
υποδομή • (ypodomí) f (plural υποδομές)
Declension
declension of υποδομή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποδομή | υποδομές |
genitive | υποδομής | υποδομών |
accusative | υποδομή | υποδομές |
vocative | υποδομή | υποδομές |
Synonyms
- (foundations): θεμέλια n pl (themélia)