Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
υποπόδιο
υποπόδιο
Greek
Noun
υποπόδιο
•
(
ypopódio
)
n
(
plural
υποπόδια
)
footstool
hassock
Declension
declension of
υποπόδιο
singular
plural
nominative
υποπόδιο
υποπόδια
genitive
υποπόδιου
υποπόδιων
accusative
υποπόδιο
υποπόδια
vocative
υποπόδιο
υποπόδια
See also
σκαμνί
n
(
skamní
,
“
stool
”
)
Similar Results