Definify.com
Definition 2024
υπουργείο
υπουργείο
Greek
Noun
υπουργείο • (ypourgeío) n (plural υπουργεία)
- (government) ministry, department
- Υπουργείο Εσωτερικών ― Ypourgeío Esoterikón ― Ministry of the Interior
Declension
declension of υπουργείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπουργείο | υπουργεία |
genitive | υπουργείου | υπουργείων |
accusative | υπουργείο | υπουργεία |
vocative | υπουργείο | υπουργεία |
See also
- υπουργός m, f (ypourgós, “minister”)
- υπουργία f (ypourgía, “ministry - career”)