Definify.com
Definition 2025
υποψηφιότητα
υποψηφιότητα
Greek
Noun
υποψηφιότητα • (ypopsifiótita) f (plural υποψηφιότητες)
- (politics) candidacy, candidature
Declension
declension of υποψηφιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποψηφιότητα | υποψηφιότητες |
genitive | υποψηφιότητας | υποψηφιοτήτων |
accusative | υποψηφιότητα | υποψηφιότητες |
vocative | υποψηφιότητα | υποψηφιότητες |
Related terms
- υποψήφιος m (ypopsífios, “candidate”)
- υποψήφια f (ypopsífia, “candidate”)
External links
- υποψηφιότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el