Definify.com
Definition 2024
υπόλοιπο
υπόλοιπο
Greek
Noun
υπόλοιπο • (ypóloipo) n (plural υπόλοιπα)
Declension
declension of υπόλοιπο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υπόλοιπο | υπόλοιπα | |
genitive | υπόλοιπου | υπόλοιπων | |
accusative | υπόλοιπο | υπόλοιπα | |
vocative | υπόλοιπο | υπόλοιπα | |
The form υπολοίων is common. |