Definify.com
Definition 2024
υστερόγραφο
υστερόγραφο
Greek
Noun
υστερόγραφο • (ysterógrafo) n (plural υστερόγραφα)
- (typography) postscript, PS (footnote or addendum in correspondence)
Declension
declension of υστερόγραφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υστερόγραφο | υστερόγραφα |
genitive | υστερογράφου | υστερογράφων |
accusative | υστερόγραφο | υστερόγραφα |
vocative | υστερόγραφο | υστερόγραφα |
Synonyms
- (abbreviation) ΥΓ. (YG.)