Definify.com
Definition 2024
υψόμετρο
υψόμετρο
Greek
Noun
υψόμετρο • (ypsómetro) n (plural υψόμετρα)
Declension
declension of υψόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υψόμετρο | υψόμετρα |
genitive | υψομέτρου | υψομέτρων |
accusative | υψόμετρο | υψόμετρα |
vocative | υψόμετρο | υψόμετρα |